ἀφελεστέρων

ἀφελεστέρων
ἀφελεστέρων
ἀφελής
without a stone: fem gen comp pl
ἀφελής
without a stone: masc /neut gen comp pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀφελεστέρων — ἀφελής without a stone fem gen comp pl ἀφελής without a stone masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неоумѣтель — НЕОУМѢТЕЛ|Ь (8*), Ѧ с. Тот, кто несведущ, невежествен, неопытен: аще лi ѥтери неѹмѣтели противѹ гл҃ть (ἀμαϑῶς) ГА XIII–XIV, 37в; ѹбо аще не забыли быша много зѣло нѣции ѿ неѹмѣтель мирьскихъ (τῶν ἀφελεστέρων) Там же, 151а; ѿиде съ многымь срамомь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Μανιοσού — Έργο της ιαπωνικής λογοτεχνικής παράδοσης. Το έργο, το οποίο απαρτίζεται από είκοσι βιβλία, συγκεντρώνει 4.496 ωδές ποιητών του 7ου και του 8ου αι. μ.Χ. και αποτελεί την ευρύτερη και αρχαιότερη συλλογή ποιημάτων στην ιαπωνική γλώσσα. Ο άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”